Wyleźć στα ελληνικά
Μετάφραση: wyleźć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανεβαίνω, σκαρφαλώνω, βγούμε, να βγούμε, βγούμε από, να βγει, βγει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- adaptacyjny στα ελληνικά - προσαρμοστική, προσαρμοστικής, προσαρμοστικό, προσαρμοζόμενο, προσαρμοστικές
- cotangens στα ελληνικά - συνεφαπτομένη, συνεφαπτομένης
- dniówkowy στα ελληνικά - καθημερινός
- gacie στα ελληνικά - υποσκάπτω, παντελόνι, παντελόνια, εσώρουχα, το παντελόνι, pants
Τυχαίες λέξεις
Wyleźć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανεβαίνω, σκαρφαλώνω, βγούμε, να βγούμε, βγούμε από, να βγει, βγει
Μεταφράσεις: ανεβαίνω, σκαρφαλώνω, βγούμε, να βγούμε, βγούμε από, να βγει, βγει