Λέξη: βουνό

Σχετικές λέξεις: βουνό

βουνό σαμοθράκης, βουνό ονειροκρίτης, βουνό της μακεδονίας, βουνό πελοποννήσου, βουνό με βουνό δεν σμίγει, βουνό της πελοποννήσου, βουνό τσιμποράσο, βουνό όλυμπος, βουνό με βουνό δε σμίγει, βουνό της χίου, το βουνό

Συνώνυμα: βουνό

όρος, λόφος, βάση, ανάβαση, ίππος

Μεταφράσεις: βουνό

βουνό στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mountain, mount, mountains, the mountain, mountain views

βουνό στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
montaña, cabalgadura, montar, monte, armar, cerro, montañoso, de montaña, la montaña, montañas

βουνό στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lafette, reittier, berg, gebirge, Berg, Gebirge, Gebirgs, Berge

βουνό στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sertir, exhausser, asseoir, ériger, redresser, enclaver, emmancher, montez, montagneux, cime, mettre, encastrer, montagne, mont, montons, élever, de montagne, montagnes, la montagne

βουνό στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
monte, montare, cavalcatura, montagna, di montagna, mountain, montano

βουνό στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
montagem, mudar, serra, montanhas, monte, montanha, à montanha, de montanha, da montanha, mountain

βουνό στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zetten, monteren, berg, bergen, de bergen, mountain, op de bergen

βουνό στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
масса, ездка, приподняться, подняться, оправлять, бугорок, подниматься, кантовать, возвыситься, стенд, нисходить, куча, сходить, подложка, альпинизм, расти, гора, горный, горы, горных, горные

βουνό στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
berg, montere, bestige, fjell, fjellet, terreng, av fjell

βουνό στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fjäll, berg, berget, landskap, bergs, annat landskap

βουνό στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vuori, kohota, kehys, heloittaa, röykkiö, hela, kiivetä, kehystää, tunturi, mountain, vuoren, vuoristo, vuorelle

βουνό στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bjerg, Mountain, bjerget, bjergene, bjerge

βουνό στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vrch, montovat, stoupat, hora, zvyšovat, vystoupit, hornatý, vztyčit, upevnit, vyšlapat, nasednout, nasadit, zasadit, zabudovat, horský, horské, horská, salašnický

βουνό στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dosiadać, montować, zamontowanie, szczyt, dosiąść, sadzać, wsiadać, wspinać, obsadka, przyłączyć, osadzać, urządzać, góra, zawieszenie, zamontować, podnosić, górski, górskich, górskie, mountain

βουνό στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hátasló, foglalat, tartó, hegy, hegyi, hegyvidéki, hegység

βουνό στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dağ, Mountain, dağlık, bir dağ

βουνό στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вали, пагорб, підійматися, підійматись, заїзд, сходження, гора

βουνό στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mal, bjeshkë, mali, malor, malore, malit

βουνό στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гора, планина, планински, планината, планинско, планинска

βουνό στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
падымаццa, гара, гора

βουνό στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
paigaldama, mägi, mägedele, mäestike, mägede, mäe

βουνό στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
udesiti, gora, brdske, gori, brdski, planina, namještenje, goru, planinski, Mountain, planinu

βουνό στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fell, fjall, fjallið, fjallahjól, fjallinu, Mountain

βουνό στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
mons

βουνό στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kalnas, Mountain, kalnų, kalno, kalnai

βουνό στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kalns, kalnu, Mountain, uz kalnu, ar kalnu

βουνό στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
планина, планински, планината, планинскиот, планинските

βουνό στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
munte, de munte, montan

βουνό στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nasadit, gora, mountain, gorsko, planinska, gorski

βουνό στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hora, horský, vrch, Horou, Mountain

Στατιστικά δημοτικότητας: βουνό

Τυχαίες λέξεις