Wymoczyć στα ελληνικά

Μετάφραση: wymoczyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμποτίζω, μουσκεύω, απολαύστε, μουλιάσει, απορροφούν, ενυδατώστε, μουλιάστε
Wymoczyć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • chatka στα ελληνικά - καλύβα, υπόστεγο, καλύβας, καλύβι, θάλαμος, ο θάλαμος
  • demineralizacja στα ελληνικά - αποανοργανοποίηση, απομεταλλοποίηση, απομεταλλώσεως, απομεταλλωσης, απομετάλλωση
  • diametralny στα ελληνικά - διαμετρική, διαμετρικό, διαμετρικής, διαμετρικών, διαμετρικές
  • iluminacja στα ελληνικά - φωτισμός, φωτισμό, φωτισμού, το φωτισμό, φως
Τυχαίες λέξεις
Wymoczyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμποτίζω, μουσκεύω, απολαύστε, μουλιάσει, απορροφούν, ενυδατώστε, μουλιάστε