Wymyślić στα ελληνικά
Μετάφραση: wymyślić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επινοώ, εφευρίσκω, καταλήξει σε, καταλήξει, καταλήξουμε σε, καταλήξει με, να καταλήξουμε σε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezręki στα ελληνικά - χωρίς χέρια, armless, άχειρας, χωρίς βραχίονες, εκδοχές χωρίς
- egzegeza στα ελληνικά - εξήγηση, εξήγησης, προσεκτική ανάγνωση, την εξήγηση, από προσεκτική ανάγνωση
- gorset στα ελληνικά - κορσέ, κορσές, κορσέδων, τον κορσέ, κλοιό
- głupiec στα ελληνικά - στουρνάρι, κούτσουρο, βλάκας, κοροϊδεύω, χαζός, μακαρονάδα, τούβλο, ...
Τυχαίες λέξεις
Wymyślić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επινοώ, εφευρίσκω, καταλήξει σε, καταλήξει, καταλήξουμε σε, καταλήξει με, να καταλήξουμε σε
Μεταφράσεις: επινοώ, εφευρίσκω, καταλήξει σε, καταλήξει, καταλήξουμε σε, καταλήξει με, να καταλήξουμε σε