Wynaleźć στα ελληνικά

Μετάφραση: wynaleźć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εφευρίσκω, επινοώ, εφεύρει, εφεύρουν, εφεύρουμε, εφευρίσκουν
Wynaleźć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • apostołować στα ελληνικά - συνήγορος, εισαγγελέα, εισαγγελέας, υπέρμαχος, υποστηρικτής
  • brykiet στα ελληνικά - ανθρακόπλινθος, μπρικέττα, πλίνθοι, πλίνθου, μπρικέτας
  • dziadkowie στα ελληνικά - παππούδες και γιαγιάδες, παππούδες, τους παππούδες, παππούδων, οι παππούδες
  • gruźliczy στα ελληνικά - φυματιών, φυματικός, φυματιώδη, φυματιώδεις, φυματιώδους
Τυχαίες λέξεις
Wynaleźć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εφευρίσκω, επινοώ, εφεύρει, εφεύρουν, εφεύρουμε, εφευρίσκουν