Λέξη: αναπροσαρμόζομαι

Μεταφράσεις: αναπροσαρμόζομαι

αναπροσαρμόζομαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
readjust, adjusted, readjusts, indexed, readjusted, revalued

αναπροσαρμόζομαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ajustado, ajustada, ajustados, ajustado de, ajustadas

αναπροσαρμόζομαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bereinigtes, bereinigte, bereinigten, eingestellten, eingestellte

αναπροσαρμόζομαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
conformer, approprier, rajustons, réadapter, ajuster, rajuster, adapter, rajustez, rajustent, rajusté, ajusté, ajustée, réglée, corrigé

αναπροσαρμόζομαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
riaggiustare, adjusted, rettificato, impostato, regolato, regolata

αναπροσαρμόζομαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pronto, readaptar, ajustado, ajustada, corrigida, ajustadas, ajustados

αναπροσαρμόζομαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aangepaste, gecorrigeerde, bijgestelde, aangepast, ingestelde

αναπροσαρμόζομαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
изменять, прилаживать, перестраивать, подрегулировать, исправлять, переделывать, поправлять, пригонять, отрегулированный, установленный, скорректированный, скорректированная, скорректированного

αναπροσαρμόζομαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
justerte, justert, innstilte

αναπροσαρμόζομαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
justerade, justerat, justerad, jämkade, inställda

αναπροσαρμόζομαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
säätää, oikaistu, mukautettu, mukautetun, osakeantioikaistu, mukautettua

αναπροσαρμόζομαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
justerede, justeret, korrigerede, indstillede, korrigeret

αναπροσαρμόζομαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přizpůsobit, poupravit, upravená, upravený, nastavený, nastavená, korigovaná

αναπροσαρμόζομαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dostosować, porządkować, dopasowywać, przeregulować, przystosować, skorygowana, skorygowany, skorygowanej, skorygowaną, skorygowane

αναπροσαρμόζομαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
beállított, korrigált, kiigazított, módosított, igazított

αναπροσαρμόζομαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
düzeltilmiş, ayarlanmış, ayarlanan, ayarlı, düzeltilmifl

αναπροσαρμόζομαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
читання, відрегульований, настроюваний, тільки настроюваний, відрегульован, відрегульовані

αναπροσαρμόζομαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i rregulluar, rregulluar, përshtatur, i përshtatur, rregullohen

αναπροσαρμόζομαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
коригираната, коригирана, коригирания, настроената, коригирано

αναπροσαρμόζομαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адрэгуляваны, адладжаны

αναπροσαρμόζομαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
korrigeeritud, kohandatud, reguleeritud, täpsustatud

αναπροσαρμόζομαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
preurediti, prilagoditi, prilagođen, prilagođena, podešena, prilagođeni, prilagodena

αναπροσαρμόζομαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aðlagað, leiðrétt, leiðréttri, leiðrétt gildi, endurmetna

αναπροσαρμόζομαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pakoreguotas, pakoreguota, koreguota, koreguotas, patikslinta

αναπροσαρμόζομαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
koriģētā, koriģētais, koriģēto, koriģētās, pielāgotā

αναπροσαρμόζομαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
приспособена, прилагодениот, прилагоденото, прилагодената, прилагодени

αναπροσαρμόζομαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ajustat, ajustată, ajustate, reglată, ajustata

αναπροσαρμόζομαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prilagojena, prilagojeni, prilagojenega, prilagojen, nastavljena

αναπροσαρμόζομαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
upravená, upravené, pripravená, jatočných, opracovaných
Τυχαίες λέξεις