Λέξη: μπουμπούκι

Σχετικές λέξεις: μπουμπούκι

μπουμπούκι συνώνυμο, μπουμπούκι νηπιαγωγείο, μπουμπούκι τριαντάφυλλο, το μπουμπούκι

Συνώνυμα: μπουμπούκι

μπούμερανγκ

Μεταφράσεις: μπουμπούκι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bud, boomerang, flower bud, the bud
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
brotar, brote, yema, capullo, del brote, bud
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
knospe, Knospe, Keim, bud, Knospen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
embryon, bouton, bourgeonner, bourgeon, boutonner, éclore, germe, bourgeons, bud, œuf
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
boccio, bocciolo, gemma, germoglio, del germoglio, bud
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
broto, bud, botão, gemas, gema
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
botten, spruiten, knop, uitbotten, kiem, bud, knoppen, knop van
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бутон, почка, почковаться, девушка-подросток, бутона, почки, бутоны
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
knopp, bud, knoppen, Knopper, Knopper i
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
knopp, Bud, linda, knoppen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
umppu, ympätä, rehottaa, suppu, nuppu, silmu, kaveri, Bud, alkuunsa, silmut
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Bud, opløbet, knop, af Bud, fødslen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
poupě, vypučet, pučet, rašit, klíček, zárodek, pupen, Bud, poupaty
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
okulizować, zarodek, pąk, lęgnąć, pączek, rozkwitać, pączkować, oczkować, bud, Wazony, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rügy, BUD, bimbó, bajt, a BUD
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tomurcuk, bud, çubuk, tomurcuğu, ahbap
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
брунька, бутон, пуп'янок
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
burbuqe, bud, lastarë, syth, gonxhe
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бутон, пъпка, Bud, Бъд, пъпки, тампон
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гузiк, бутон, пачаў рыхтаваць кветку
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
õienupp, pung, tärkama, BUD, start, eos, semu
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oko, pupoljak, pupoljaka, Bud, Bud je, pupiti, pupoljku
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
brum, Bud, frjóvgast
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pumpuras, pumpurų, paauglė, bumburas, plėtotis
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pumpurs, bud, pumpuru, ziedpumpurs, pusaudze
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пупка, пупката
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mugur, bud, amice, boboc, mugure
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bud, popkov, popek, brstov, kali
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
púčik, puk, Výhonok, pupenec, pupeň
Τυχαίες λέξεις