Wyprodukować στα ελληνικά
Μετάφραση: wyprodukować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατασκευάζω, προσκομίζω, παράγω, κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε
Μεταφράσεις
- bylica στα ελληνικά - αρτεμίσια, Artemisia, Αρτεμισία, Αρτεμισίας, η Αρτεμισία
- dwuwęglan στα ελληνικά - διττανθρακικό, όξινο ανθρακικό, όξινο, διττανθρακικού, όξινου ανθρακικού
- europejsko στα ελληνικά - Το ευρώ, Η Ευρω, Το Ευρω, ευρω
- grzeczność στα ελληνικά - εταίρα, αβρότητα, φροντίδα, προσήνεια, προσοχή, ευγένεια, ευγένειας, ...
Τυχαίες λέξεις
Wyprodukować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατασκευάζω, προσκομίζω, παράγω, κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε
Μεταφράσεις: κατασκευάζω, προσκομίζω, παράγω, κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε