Wypukłość στα ελληνικά

Μετάφραση: wypukłość, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θήκη, κορόνα, χερούλι, πρήξιμο, κορώνα, διογκώνω, φλεγμονή, στέμμα, κυρτότητα, κυρτότητας, κυρτότητος, της κυρτότητας, convexity
Wypukłość στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • brzydko στα ελληνικά - απαίσια, άσχημος, άσχημο, άσχημη, άσχημα, άσχημες
  • chow-chow στα ελληνικά - τουρσιά ανάμικτα
  • dystrofia στα ελληνικά - δυστροφία, δυστροφίας, δυστροφία του
  • generatywny στα ελληνικά - γεννητικός, παραγωγική, γενεσιουργός, παραγωγικών, γενεσιουργό
Τυχαίες λέξεις
Wypukłość στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θήκη, κορόνα, χερούλι, πρήξιμο, κορώνα, διογκώνω, φλεγμονή, στέμμα, κυρτότητα, κυρτότητας, κυρτότητος, της κυρτότητας, convexity