Λέξη: διορίζομαι
Μεταφράσεις: διορίζομαι
διορίζομαι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
invest, appointed, appoint, appoints, Designating, is appointed
διορίζομαι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
invertir, colocar, revestir, situar, nombrado, designado, Nombrada, Designados, Nombrados
διορίζομαι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
investieren, bestellt, ernannt, Ernennung, ernannte, Amtsantritt
διορίζομαι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
investir, insérer, investis, investissons, placer, mettre, atterrissage, investissez, investissent, vêtir, nommé, désigné, nommés, nommée, nommé en
διορίζομαι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
investire, collocare, designato, Nominato, carica, carica dal, In carica
διορίζομαι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inverter, ungir, investir, nomeado, Designado, Apontado, nomeados, designou
διορίζομαι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beleggen, investeren, inhuldigen, benoemd, benoemde, aangesteld, benoemd tot, benoemd in
διορίζομαι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вложить, облекать, блокировать, одевать, вкладывать, помещать, облачать, назначенный, назначен, Назначено, Назначается, назначена
διορίζομαι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
investere, utnevnt, oppnevnt, innredede, Appointed, utpekt
διορίζομαι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
investera, Utsedd, Utnämnd, Invald, utsåg, Förordnad
διορίζομαι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sijoittaa, investoida, satsata, panostaa, varustaa, nimitetty, nimitti, nimittää, nimitettiin, nimittänyt
διορίζομαι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Udnævnt, Udpeget, udpegede, Udnævnes, Indtrådt
διορίζομαι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vložit, odít, uložit, investovat, oblehnout, obklíčit, Jmenovaný, Jmenován, nástupu do funkce, Datum nástupu do funkce, do funkce
διορίζομαι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ubrać, odziewać, wkładać, inwestować, zainwestować, wyposażyć, wyznaczony, wyposażony, urządzony, mianowany, Powołany
διορίζομαι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kijelölt, kinevezett, nevezi, nevezi ki, nevezik ki
διορίζομαι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
döşenmiş, Göreve başlama, Göreve, Göreve başlama Görevden, Görevden
διορίζομαι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перевертає, призначений, призначену
διορίζομαι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i emëruar, i caktuar, emëruar, emërohet, emërua
διορίζομαι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
назначен, Назначава, Назначава се, е назначен, Избран
διορίζομαι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прызначаны, назначаны, прызначаную, вызначаны
διορίζομαι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pühendama, rõivastama, investeerima, määratud, Nimetatakse, Tööle, nimetatavate, nimetas ametisse
διορίζομαι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uložiti, odjenuti, postavljen, imenovan, imenovana, imenovan je, imenovao
διορίζομαι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fjárfesta, skipaður, ráðinn, skipaði, skipaðir, skipað
διορίζομαι στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
obsido
διορίζομαι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skiria, paskirtas, paskirta, Jį skiria, paskyrė
διορίζομαι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ieguldīt, investēt, Ieceļ, iecelts, iecēla, iecelti, iecēlusi
διορίζομαι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
назначен, Назначени, наименуван, наименуван за, назначен за
διορίζομαι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
investi, numit, desemnat, fost numit, numit de, este numit
διορίζομαι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
imenovani, imenoval, imenovan, imenuje, imenovala
διορίζομαι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
menovaný, vymenovaný, Ustanovený, Osoba menovaná, Nominovaný
Τυχαίες λέξεις