Wyręczać στα ελληνικά
Μετάφραση: wyręczać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντικαθιστώ, αντικαταστήσει, αντικαταστήστε, αντικατάσταση, αντικαθιστούν, αντικαταστήσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- araukaria στα ελληνικά - Araucaria, αροκάρια
- geneza στα ελληνικά - γένεση, προέλευση, Genesis, Γένεσης, Γένεσις, τη γένεση
- gramatyka στα ελληνικά - γραμματική, γραμματικής, τη γραμματική, της γραμματικής, γραμματικό
- indukcyjnie στα ελληνικά - επαγωγικά, επαγωγικώς, επαγωγικής, επαγωγική, με επαγωγική
Τυχαίες λέξεις
Wyręczać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντικαθιστώ, αντικαταστήσει, αντικαταστήστε, αντικατάσταση, αντικαθιστούν, αντικαταστήσουν
Μεταφράσεις: αντικαθιστώ, αντικαταστήσει, αντικαταστήστε, αντικατάσταση, αντικαθιστούν, αντικαταστήσουν