Λέξη: πόροι
Σχετικές λέξεις: πόροι
πόροι ή περί προσόδων, πόροι και ικανότητες apivita, πόροι στα πόδια, πόροι συστήματος, πόροι επιτροπής κεφαλαιαγοράς, πόροι προσώπου, πόροι επιχείρησησ, πόροι στο δέρμα, πόροι στο πρόσωπο, πόροι στη μύτη
Μεταφράσεις: πόροι
πόροι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
resource, resources, funds, resources are, pores
πόροι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
recursos, los recursos, recursos de, de recursos
πόροι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bodenschatz, hilfsmittel, ressource, hilfsquelle, betriebsmittel, Ressourcen, Mittel, Quellen
πόροι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
provision, remède, milieu, ressource, réserve, ressources, source, agent, moyen, des ressources, les ressources, de ressources, moyens
πόροι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
risorsa, risorse, le risorse, delle risorse, risorse di
πόροι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
recursos, recursos em, os recursos, de recursos, recursos de
πόροι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
middel, uitweg, middelen, hulpmiddelen, hulpmiddelen voor, hulpbronnen, bronnen
πόροι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
исток, родник, источник, находчивость, развлечение, способ, изобретательность, кладезь, ресурс, ресурсы, запас, возможность, средство, ресурсов, ресурсами, средства
πόροι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
resurs, ressurs, ressurser, ressursene, ressurser for, ressurser i
πόροι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
medel, resurser, källor, källor om
πόροι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
voimavara, voimavarat, anti, konsti, resurssi, resurssit, resursseja, resurssien, varojen
πόροι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ressourcer, ressourcer om, midler, indtægter
πόροι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
záloha, prostředek, zdroj, zdroje, zdrojů, prostředky, prostředků
πόροι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
źródło, zapas, surowiec, sposób, zasób, środek, zabieg, zasoby, środki, zasobów, środków, zasobami
πόροι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
leleményesség, erőforrás, erőforrások, források, forrásokat, erőforrásokat
πόροι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kaynaklar, kaynakları, Resources, kaynak, kaynakların
πόροι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гриміти, славити, відбивати, звучати, слався, ресурси, ресурсів
πόροι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
burime, burimet, burimet e, resurset, burime të
πόροι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ресурс, ресурси, средства, ресурсите
πόροι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рэсурсы
πόροι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ressurss, vahend, ressursid, ressursside, ressursse, vahendeid, vahendite
πόροι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
okretnost, sredstvo, resurs, izvor, spretnost, sredstva, resursi, resursa, resurse, izvori
πόροι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
auðlindir, úrræði, fjármagn, auðlinda, auðlindum
πόροι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ištekliai, išteklių, išteklius, resursai, lėšos
πόροι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
resursi, resursiem, resursus, resursu, līdzekļi
πόροι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ресурси, средства, ресурсите, извори
πόροι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
resurse, resurselor, resursele, de resurse, a resurselor
πόροι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
možnost, sredstva, viri, vire, virov, sredstev
πόροι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zdrojový, zdroj, východisko, zaistenie, zdroje, zdroja, zdrojov, prostriedky
Στατιστικά δημοτικότητας: πόροι
Τυχαίες λέξεις