Wyrzekać στα ελληνικά

Μετάφραση: wyrzekać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποκηρύσσω, αποποιούμαι, εγκαταλείπω, αποκηρύξουν, αποκηρύξει, να αποκηρύξει, παραιτηθεί από, παραιτηθούν από
Wyrzekać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ciąć στα ελληνικά - κόψιμο, κουρεύω, πόρπη, αποφάγια, κοπή, συνδετήρας, ψαλιδίζω, ...
  • dziewczę στα ελληνικά - κορίτσι, κοπέλα, κοριτσιού, το κορίτσι, κορίτσι που
  • halogenek στα ελληνικά - αλογόνου, αλογονιδίων, αλογονίδιο, αλίδιο, αλογονιδίου
  • jabłoń στα ελληνικά - μήλο, μηλιά
Τυχαίες λέξεις
Wyrzekać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποκηρύσσω, αποποιούμαι, εγκαταλείπω, αποκηρύξουν, αποκηρύξει, να αποκηρύξει, παραιτηθεί από, παραιτηθούν από