Wysterylizować στα ελληνικά
Μετάφραση: wysterylizować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποστειρώνω, αποστειρώσει, αποστειρώνουν, την αποστείρωση, αποστειρώνετε, αποστειρώστε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- diablica στα ελληνικά - στρίγγλα, μέγαιρα, Στρίγγλας, Shrew, στρίγκλας
- efemeryczność στα ελληνικά - εξαφάνιση, Evanescence, των Evanescence, τους Evanescence, εφήμερου
- gorączkotwórczy στα ελληνικά - πυρετικός, αντιπυρετική, πυρετική, αντιπυρετικά, αντιπυρετικές
- gradacja στα ελληνικά - διαβάθμιση, διαβάθμισης, κλιμάκωση, διαβαθμίσεις, διαβαθμίσεων
Τυχαίες λέξεις
Wysterylizować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποστειρώνω, αποστειρώσει, αποστειρώνουν, την αποστείρωση, αποστειρώνετε, αποστειρώστε
Μεταφράσεις: αποστειρώνω, αποστειρώσει, αποστειρώνουν, την αποστείρωση, αποστειρώνετε, αποστειρώστε