Wysuszyć στα ελληνικά

Μετάφραση: wysuszyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στεγνός, ξηρός, ξηρό, ξηρού, ξηρά, ξηρή
Wysuszyć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • annalista στα ελληνικά - χρονικογράφος, χρονογράφος, χρονογράφο, χρονικογράφο, χρονογράφου
  • dubeltówka στα ελληνικά - κυνηγετικό όπλο, καραμπίνα, όπλο, όπλου
  • emulsja στα ελληνικά - γαλάκτωμα, γαλακτώματος, του γαλακτώματος, γαλάκτωμα που, γαλακτωμάτων
  • halibut στα ελληνικά - ιππόγλωσσα, χάλιμπατ, χάλιμπατ της, ιππόγλωσσας της, του χάλιμπατ
Τυχαίες λέξεις
Wysuszyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στεγνός, ξηρός, ξηρό, ξηρού, ξηρά, ξηρή