Λέξη: τονωτικός

Σχετικές λέξεις: τονωτικός

τονωτικός χυμός

Συνώνυμα: τονωτικός

δυναμωτικό, τονικός, στηρίζων, εγκάρδιος, έντονος, θερμός, καρδιοτονωτικός, αποκαταστικός, αναρρωτικός, διεργετικός

Μεταφράσεις: τονωτικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bracing, tonic, restorative, invigorative, stimulative
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tónico, tónica, tonic, tónico de, tónico para
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erfrischend, aussteifung, Stärkungsmittel, Tonic, Tonikum, tonisch
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vivifiant, vert, dispos, tonique, tonic, toniques, tonifiant, tonico
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tonico, tonica, tonic, tonificante, ricostituente
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tônico, tónico, tônica, tónica, tonic
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tonic, tonisch, tonicum, tonische, tonica
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
укрепляющий, расчалка, крепление, живительный, связь, бодрящий, тоник, тоником, тонизирующее, тонизирующий, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tonic, tonisk, styrkende, tonic til
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tonic, toniska, tonisk, stärkande, aliserade tonisk
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tonic, toonis, vahvistavat, piristysruiske
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tonic, tonisk, styrkende, toniske, tonika
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
svěží, tonikum, tonic, tonicko, pleťový krém, tónice
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wzmacnianie, usztywnianie, rześki, obetonowanie, tonik, tonikiem, tonic, toniczno, z tonikiem
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felüdítés, frissítés, tonik, tónusos, frissítő, tonic, tonikkal
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tonik, tonikleri, tonic, toniği, bir tonik
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кріплення, тонік, тоник
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tonik, tonik i, forcues, tonik më të, gjallërues
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тоник, тонизиращо, тонично, тоник за
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
тонік
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
virgutav, toonik, toonilis, toonikuga, toniseerivad, toniseeriv
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vezivanje, učvršćivanje, zatezanje, podupiranje, tonik, tonic, tonik za, okrepljujući, tonski
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tonic, hressingarlyf
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tonikas, tonizuojantis, tonic, tonizuoja
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
toniks, tonizējošs, tonizējoša, toniku, tonizējošu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тоник, тонично, тонични, тоника
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tonic, tonice, tonică, tonica, tonic pentru
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tonic, tonik, tonično, tonika, krepilno
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zakotvení, tonikum
Τυχαίες λέξεις