Wysychać στα ελληνικά
Μετάφραση: wysychać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στεγνός, ταριχεύω, ξηρός, ξηρό, ξηρού, ξηρά, ξηρή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- altruizm στα ελληνικά - φιλαλληλία, αλτρουϊσμός, αλτρουισμό, αλτρουισμός, αλτρουισμού
- aptekarz στα ελληνικά - φαρμακοποιός, χημικός, αποθηκάριος, αποθηκάριο, φαρμακοποιού, apothecary
- docześnie στα ελληνικά - χρονικά, προσωρινά, χρονικώς, προσωρινά να, με χρονική
- gołębiarz στα ελληνικά - σκοπευτής, ελεύθερων σκοπευτών, ελεύθερο σκοπευτή, Sniper, ελεύθερος σκοπευτής
Τυχαίες λέξεις
Wysychać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στεγνός, ταριχεύω, ξηρός, ξηρό, ξηρού, ξηρά, ξηρή
Μεταφράσεις: στεγνός, ταριχεύω, ξηρός, ξηρό, ξηρού, ξηρά, ξηρή