Wytrącać στα ελληνικά

Μετάφραση: wytrącać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανακόπτεται, σταθεροποιείται, οριζοντίωση, σταθεροποιηθεί, σταθεροποιηθεί από
Wytrącać στα ελληνικά

Μεταφράσεις

  • demon στα ελληνικά - τελώνιο, δαίμονας, δαίμονα, δαιμόνιο, δαιμόνων
  • diabelnie στα ελληνικά - διαβολικά, σατανικά, άπειρα, το διαβολικό, διαβολικό
  • dziedziniec στα ελληνικά - προαύλιο, δικαστήριο, ερωτοτροπώ, αυλή, νεκροταφείο, αυλής, στην αυλή
Τυχαίες λέξεις
Wytrącać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανακόπτεται, σταθεροποιείται, οριζοντίωση, σταθεροποιηθεί, σταθεροποιηθεί από