Wytrzymywać στα ελληνικά
Μετάφραση: wytrzymywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμμένω, υπομένω, εξέδρα, αντέχω, αντέχουν, αντέχει, αντέξει, αντέξουν, να αντέξει
Μεταφράσεις
- aneksja στα ελληνικά - προσάρτηση, προσάρτησης, την προσάρτηση, προσάρτησή, η προσάρτηση
- beletrystyka στα ελληνικά - φαντασία, μυθιστόρημα, φαντασίας, μυθοπλασίας, μυθοπλασία
- dwuuszny στα ελληνικά - binaural, αμφιωτικό, αμφιωτικά, αμφιωτικών, αμφιωτική
- gnat στα ελληνικά - κόκαλο, οστό, κόκκαλο, οστών, των οστών
Τυχαίες λέξεις
Wytrzymywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμμένω, υπομένω, εξέδρα, αντέχω, αντέχουν, αντέχει, αντέξει, αντέξουν, να αντέξει
Μεταφράσεις: εμμένω, υπομένω, εξέδρα, αντέχω, αντέχουν, αντέχει, αντέξει, αντέξουν, να αντέξει