Wytworność στα ελληνικά
Μετάφραση: wytworność, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βελτίωση, κομψότητα, λεπτότητα, διύλιση, ραφινάρισμα, ευγένεια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- definitywny στα ελληνικά - τελικός, τελική, τελικό, τελικής, τελικού
- gamma-celuloza στα ελληνικά - γαμμα-, γάμμα, γάμα
- gutaperka στα ελληνικά - γουταπέρκα, η γουταπέρκα, γουταπέρκας, γουταπέρκα και, τη γουταπέρκα
- gwiazdorstwo στα ελληνικά - θέση προταγονιστού, καλλιτεχνικό στερέωμα, στερέωμα, καλλιτεχνικού στερεώματος, το καλλιτεχνικό στερέωμα
Τυχαίες λέξεις
Wytworność στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βελτίωση, κομψότητα, λεπτότητα, διύλιση, ραφινάρισμα, ευγένεια
Μεταφράσεις: βελτίωση, κομψότητα, λεπτότητα, διύλιση, ραφινάρισμα, ευγένεια