Wyzyskać στα ελληνικά

Μετάφραση: wyzyskać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετρητά, εξαργυρώνω, χρήματα, εκμεταλλεύονται, εκμεταλλευτεί, εκμεταλλευτούν, αξιοποιήσουν, αξιοποιήσει
Wyzyskać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • antyalkoholowy στα ελληνικά - αντιαλκοολικός, εντελώς εγκρατής
  • berło στα ελληνικά - ιθύνω, σκήπτρο, κανόνας, αποφασίζω, βασιλεύω, το σκήπτρο, σκήπτρου, ...
  • dzwonnica στα ελληνικά - καμπαναριό, κωδωνοστάσιο, καμπαναριού, το καμπαναριό
  • gwałt στα ελληνικά - προπηλακίζω, βιασμός, οργή, βία, προσβολή, κράμβη, βιασμού, ...
Τυχαίες λέξεις
Wyzyskać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετρητά, εξαργυρώνω, χρήματα, εκμεταλλεύονται, εκμεταλλευτεί, εκμεταλλευτούν, αξιοποιήσουν, αξιοποιήσει