Λέξη: πενθώ
Σχετικές λέξεις: πενθώ
πενθώ τον ήλιο, πενθώ μετάφραση, πενθώ συνόνυμα, πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται, πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μου ήρθε ο κόσμοσ
Συνώνυμα: πενθώ
θρηνώ
Μεταφράσεις: πενθώ
πενθώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
grieve, mourn
πενθώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
llorar, afligirse, lamentar
πενθώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bekümmern, grämen, trauern, verdrießen, kümmern, betrüben, betrauern, beklagen, zu trauern
πενθώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
attrister, chagrinons, affligeons, chagrinent, chagriner, désoler, affligent, chagrinez, lamenter, tracasser, peiner, déplorer, regretter, affliger, chiffonner, affligez, pleurer, deuil, le deuil, dans le deuil, deuil de
πενθώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rimpiangere, dolersi, piangere, lutto, cordoglio, il lutto, piangeranno
πενθώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acabrunhar, afligir, desprazer, grade, sofrer, chorar, lamentar, prantear, choram, luto
πενθώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bedroeven, rouwen, beproeven, treuren, rouw, te rouwen, betreuren
πενθώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сетовать, огорчать, печалить, тужить, печалиться, опечалиться, кручиниться, сокрушаться, оплакивать, убиваться, огорчить, грустить, горевать, скорбеть, унывать, опечалить, скорбим, оплакать, скорбят
πενθώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sørge, sørger, sørge over, å sørge, sørger over
πενθώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sörja, bedröva, sörjer, hålla dödsklagan, att sörja, jämra
πενθώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
surra, hätäillä, itkeä, särkeä, huolehtia, murehtia, pahoitella, surevat, suremaan, murheelliset, murehtimaan
πενθώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
beklage, begræde, sørge, sørger, sørge over, sørger over
πενθώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
litovat, naříkat, truchlit, zarmoutit, rmoutit, trápit, oplakávat, truchlí, pláčou, truchlit pro
πενθώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
lamentować, smucić, przeboleć, ubolewać, rozpaczać, krzywdzić, martwić, opłakiwać, płakać, smucą
πενθώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyászol, gyászolni, gyászolja, gyászolnak, gyászoljuk
πενθώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ağlamak, yas, yasını, yas tutma, yas tutmak
πενθώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гори, убиватися, побиватися, сумувати, горювати, оплакувати, за ним голосити, ним голосити, оплакуватиме, голосити
πενθώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vajtoj, mbajnë zi, mbani zi, mbajtur zi, të mbajtur zi
πενθώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тъгувам, скърбя, скърбят, жалее, наскърбените
πενθώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аплакваць, плакаць
πενθώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
leinama, leinata, kurvad, leinavad, leiname
πενθώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tugovati, žaliti, oplakivati, oplakati, tuguju
πενθώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hryggja, harma, syrgja, sorgbitnir, sýta, kveinstafi
πενθώ στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
doleo
πενθώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gedėti, apraudoti, gedi, liūdėti, liūdnokas
πενθώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sērot, sēro, vaimanās, sērojam, apraudāt
πενθώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тагуваат, оплакуваат, тагува, тагуваме, жали
πενθώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
jeli, plânge, plâng, jelesc, plângă
πενθώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
žalujejo, žalovali, žalovati, žalujemo, žaloval
πενθώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
trúchliť, smútiť, truchlit, smúti, žialiť