Λέξη: νωθρός

Σχετικές λέξεις: νωθρός

νωθρός αντίθετο, νωθρός λεξικό, νωθρός ετυμολογία, νωθρός σημασία, νωθρός συνώνυμα

Συνώνυμα: νωθρός

βαρύς, ηλίθιος, στενόχωρος, περιορισμένος, βραδυκίνητος, άτονος, χαύνος, νωχελικός, νωχελής, βραδύς, οκνός, αργοκίνητος, λυμφατικός

Μεταφράσεις: νωθρός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
indolent, poky, languid, sluggish, logy
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vago, holgazán, indolente, perezoso, diminuto, poky, cuchitril, penas se percibía
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
träge, faul, winzig, poky, lächerlichen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fainéant, cagnard, indolent, paresseux, indolore, exigu, Poky, rikiki, exiguë, exiguës
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ozioso, angusto, poky, trasandate, microscopiche, angusta
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pequeno, apertado, acanhado, poky, acanhados
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lui, hokkerig, benepen, poky, miezerige, benauwd
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
медлительный, вялый, ленивый, безболезненный, праздный, убогий, убогая, тесный, настолько мала и убога
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
doven, treg, lat, poky
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lat, poky, löjliga hastigheten
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
veltto, laiska, ahdas, poky, pieni ja tunkkainen, pöksä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
doven, poky, trange
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nebolestivý, zahálčivý, těsný, titěrný
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bezbolesny, leniwy, ubogi, marne, poky, ciasne
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nyomorúságos, poky, vacak
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tembel, dar, poky, poky bir, sıkıcı, adi
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
навчання, убогий, вбогий, бідний, убогу
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i ngathët, i dobët, i ngushtë, i ngordhur, i vogël
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
беден, дребен, незначителен
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўбогі, убогі, бядак, нікчэмны, той нікчэмны
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
laisk, valutu, umbne, kopitanud, Poky, igav, kitsas
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tijesan, spor, tjeskoban, dosadan, skučen
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
poky
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tingus, neįdomus, pilkas, netvarkingas, ankštas, smulkus
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
laisks, slinks, saspiests, šaurs, nenozīmīgs
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
poky
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
leneş, ca vai de lume, poky, vai de lume, murdar, sărăcăcios
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Tijesan
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pohodlný, tesný, úplný, úzky, tesné, úzke
Τυχαίες λέξεις