Wzbudzić στα ελληνικά
Μετάφραση: wzbudzić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξυπνώ, διεγείρουν, αφυπνίσει, ξυπνήσει, ενδυναμώσουμε, να διεγείρουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- akord στα ελληνικά - συμφωνία, συγκατάθεση, συγχορδία, χορδή, χορδής, χορδών, απήχηση
- bezinteresowny στα ελληνικά - ανιδιοτελής, αμερόληπτος, ανιδιοτελή, ανιδιοτελούς, ανιδιοτελείς, την ανιδιοτελή
- błyskotliwie στα ελληνικά - έξοχα, λαμπρά, άψογα, εξαιρετικά, έξυπνα
- heteroseksualny στα ελληνικά - ευθύς, ίσιος, ετερόφυλος, ετεροφυλόφιλων, ετεροφυλόφιλοι, ετεροφυλοφιλική, ετερόφυλα
Τυχαίες λέξεις
Wzbudzić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξυπνώ, διεγείρουν, αφυπνίσει, ξυπνήσει, ενδυναμώσουμε, να διεγείρουν
Μεταφράσεις: ξυπνώ, διεγείρουν, αφυπνίσει, ξυπνήσει, ενδυναμώσουμε, να διεγείρουν