Załamywać στα ελληνικά
Μετάφραση: załamywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκτρέπω, παρεκκλίνω, καταρρέω, κεσάτι, πέφτω, διαθλώ, σωριάζομαι, λόξα, κόμβος, συστροφή, στρεβλώνετε, κάμπτετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abnegacja στα ελληνικά - αποκήρυξη, αυταπάρνηση, απάρνηση
- bandażować στα ελληνικά - φόρεμα, επίδεσμος, ντύνομαι, ντύνω, επίδεσμο, επιδέσμου, επιδέσμου που
- częściowo στα ελληνικά - μερικώς, κάπως, εν μέρει, μέρει, μερική
- ekumenizm στα ελληνικά - οικουμενισμό, οικουμενισμός, τον Οικουμενισμό, οικουμενισμού, ο Οικουμενισμός
Τυχαίες λέξεις
Załamywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκτρέπω, παρεκκλίνω, καταρρέω, κεσάτι, πέφτω, διαθλώ, σωριάζομαι, λόξα, κόμβος, συστροφή, στρεβλώνετε, κάμπτετε
Μεταφράσεις: εκτρέπω, παρεκκλίνω, καταρρέω, κεσάτι, πέφτω, διαθλώ, σωριάζομαι, λόξα, κόμβος, συστροφή, στρεβλώνετε, κάμπτετε