Λέξη: αρμέγω

Σχετικές λέξεις: αρμέγω

αρμέγω στα αγγλικά

Συνώνυμα: αρμέγω

αμέλγω

Μεταφράσεις: αρμέγω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
milk, armego
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ordeñar, leche, armego
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
melken, milch, milchig, armego
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
lactaire, traient, lacté, laitier, trayez, trayons, trais, traire, armego
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mungere, latte, armego
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
militar, leite, ordenhar, armego
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
melk, melken, armego
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
молочный, латекс, скоромный, молоки, выдаивать, доиться, доить, млечный, молоко, armego
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
melk, melke, armego
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
armego
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lypsää, maito, armego
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mælk, malke, armego
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mléčný, dojit, mléko, armego
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
doić, dój, mleczny, mleczko, mleko, armego
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tej, armego
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
armego
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
міліції, armego
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
qumësht, armego
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
armego
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
малако, armego
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
piim, lüpsma, armego
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mliječni, mlijeko, mlijeka, musti, armego
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mjólk, armego
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pienas, armego
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
piens, slaukt, armego
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
млеко, armego
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mulge, lapte, armego
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
mleko, mléko, dojit, armego
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mlieko, armego
Τυχαίες λέξεις