Zażenować στα ελληνικά

Μετάφραση: zażenować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαστίζω, εμποδίζω, στενοχωρώ, φέρουν σε δύσκολη θέση, φέρω σε δύσκολη θέση, έφερναν σε δύσκολη θέση
Zażenować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • akonto στα ελληνικά - επαναθέτω, ίζημα, προσχώνω, -Λαμβάνεται
  • bransoleta στα ελληνικά - βραχιόλι, μπρασελέ, βραχιόλι από
  • dodatek στα ελληνικά - συμπλήρωμα, περίσσευμα, καρύκευμα, μπαχαρικό, εσώκλειστο, περίφραξη, επίδομα, ...
Τυχαίες λέξεις
Zażenować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαστίζω, εμποδίζω, στενοχωρώ, φέρουν σε δύσκολη θέση, φέρω σε δύσκολη θέση, έφερναν σε δύσκολη θέση