Λέξη: έσοδο

Σχετικές λέξεις: έσοδο

τεκμαρτό έσοδο, οριακό έσοδο, μέσο έσοδο, έσοδο ορισμός, δεδουλευμένο έσοδο, συνολικό έσοδο

Μεταφράσεις: έσοδο

έσοδο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
revenue, income, revenues, revenue is, revenue in

έσοδο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ingreso, ingresos, renta, los ingresos, de ingresos

έσοδο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einnahme, einkommensquelle, einkommen, Einkommen, Gewinn, Einnahmen, Einkünfte, Einkommens

έσοδο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
revenu, rapport, produit, recette, rente, revenus, le revenu, résultat, bénéfice

έσοδο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
reddito, entrata, redditi, proventi, entrate, di reddito

έσοδο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
receita, renda, rendimento, rendimentos, de renda, lucro

έσοδο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inkomsten, inkomen, baten, opbrengsten, het inkomen

έσοδο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
доход, прибыль, доходы, доходов, дохода

έσοδο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
inntekt, inntekter, inntekten, resultat

έσοδο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avkastning, intäkter, inkomster, inkomst, få inkomst, att få inkomst

έσοδο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ansio, vero, tulo, tulot, tulojen, tuotot, tuloja

έσοδο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
indkomst, indtægter, indtægt, resultatopgørelsen, indkomster

έσοδο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
příjem, důchod, výnos, příjmy, příjmů, výnosy, příjmu

έσοδο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przychód, dochód, wpływy, dochody, przychody

έσοδο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
árbevétel, jövedelem, jövedelmi, bevétel, jövedelme, jövedelmet

έσοδο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gelir, geliri, gelirleri, gelirli, gelirler

έσοδο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
помста, мститися, помститися, помщатися, мстити, дохід, прибуток, доход, доходу

έσοδο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
të ardhura, ardhurat, të ardhurat, ardhura, të ardhurave

έσοδο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
доход, доходите, доходи, приходи, дохода

έσοδο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
даход, прыбытак

έσοδο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
aastatulu, tulu, sissetulek, sissetuleku, sissetulekuga, sissetulekute

έσοδο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prihod, dohodak, porez, prihodi, dobit, na dohodak

έσοδο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tekjur, tekjum, tekna, tekjurnar, af tekjum

έσοδο στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
reditus, vectigal

έσοδο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pajamos, pajamų, pajamas, pelno

έσοδο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ienākums, ienākumi, ienākuma, ienākumu, ieņēmumi

έσοδο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
приходи, приход, приходите, приходот, данок на

έσοδο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
venituri, venit, veniturilor, venitul, veniturile

έσοδο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
obrat, prihodki, dohodek, dohodka, dohodki, prihodki od

έσοδο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obrat, výnos, dôchodok, príjem, príjmy, prijímanie, príjmu
Τυχαίες λέξεις