Zachrzęścić στα ελληνικά
Μετάφραση: zachrzęścić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άμμος, αμμόλιθος, χαλίκι, αμμοχάλικο, άμμου, τρίξιμο, grit
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aptekarz στα ελληνικά - φαρμακοποιός, χημικός, αποθηκάριος, αποθηκάριο, φαρμακοποιού, apothecary
- dawkowanie στα ελληνικά - δοσολογία, δόση, δοσολογίας, δόσης, δόσεως
- emocjonalny στα ελληνικά - συναισθηματικός, συναισθηματική, συναισθηματικές, συναισθηματικό, συναισθηματικής, συναισθηματικά
- fatyga στα ελληνικά - κούραση, ενοχλώ, φασαρία, ταλαιπωρία, μπελάς, κόπωση, κόπος, ...
Τυχαίες λέξεις
Zachrzęścić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άμμος, αμμόλιθος, χαλίκι, αμμοχάλικο, άμμου, τρίξιμο, grit
Μεταφράσεις: άμμος, αμμόλιθος, χαλίκι, αμμοχάλικο, άμμου, τρίξιμο, grit