Zacumować στα ελληνικά
Μετάφραση: zacumować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσδένω, χερσότοπος, βάλτος, αράζω, προσορμίζω, Μαυριτάνος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dojeżdżanie στα ελληνικά - μετακίνηση, μετακινήσεις, μετακίνησης, ανταλάξει, καθημερινή μετακίνηση
- dozorca στα ελληνικά - θυρωρός, δεσμοφύλακας, αχθοφόρος, επιστάτης, ακόλουθος, επιστάτη, υπηρεσιακή, ...
- dyskusyjny στα ελληνικά - αμφισβητήσιμος, επίμαχος, αμφιλεγόμενος, συζητήσιμος, ανακινώ, αμφισψητήσιμο, αμφισβητήσιμο, ...
- formacja στα ελληνικά - σχηματισμός, διαμόρφωση, σχηματισμό, σχηματισμού, το σχηματισμό
Τυχαίες λέξεις
Zacumować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσδένω, χερσότοπος, βάλτος, αράζω, προσορμίζω, Μαυριτάνος
Μεταφράσεις: προσδένω, χερσότοπος, βάλτος, αράζω, προσορμίζω, Μαυριτάνος