Zakazać στα ελληνικά
Μετάφραση: zakazać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταπνίγω, αποκλεισμός, αποκρύπτω, απαγόρευση, καταστέλλω, αποκλείω, απαγορεύω, απαγορεύουν, απαγορεύει, να απαγορεύουν, απαγορεύσει, απαγορεύσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- albowiem στα ελληνικά - γιατί, διότι, επειδή, λόγω
- dochodzeniowy στα ελληνικά - ερευνών, διερεύνησης, ερευνητικές, ανακριτικές, ερευνητική
- dostrajanie στα ελληνικά - κούρδισμα, Tuning, Συντονισμός, συντονισμού, βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας
- honorować στα ελληνικά - σέβομαι, παραδέχομαι, δέχομαι, αποδέχομαι, σεβασμός, τιμώ, τιμή, ...
Τυχαίες λέξεις
Zakazać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταπνίγω, αποκλεισμός, αποκρύπτω, απαγόρευση, καταστέλλω, αποκλείω, απαγορεύω, απαγορεύουν, απαγορεύει, να απαγορεύουν, απαγορεύσει, απαγορεύσουν
Μεταφράσεις: καταπνίγω, αποκλεισμός, αποκρύπτω, απαγόρευση, καταστέλλω, αποκλείω, απαγορεύω, απαγορεύουν, απαγορεύει, να απαγορεύουν, απαγορεύσει, απαγορεύσουν