Zakrywać στα ελληνικά

Μετάφραση: zakrywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καλύπτω, κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης
Zakrywać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • czyścić στα ελληνικά - πινέλο, χτενίζω, κομψός, κουρεύω, τρίβω, εκκαθαρίζω, κλαδεύω, ...
  • dudnienie στα ελληνικά - μπουμπουνίζω, δέρνω, νικώ, χτυπώ, σιγοβροντώ, βουίξτε, Rumble, ...
  • dziewczę στα ελληνικά - κορίτσι, κοπέλα, κοριτσιού, το κορίτσι, κορίτσι που
  • hebrajski στα ελληνικά - Εβραϊκά, εβραϊκή, Εβραϊκό, Hebrew, Εβραϊκής
Τυχαίες λέξεις
Zakrywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καλύπτω, κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης