Zamarynować στα ελληνικά
Μετάφραση: zamarynować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαρινάρω, Μαρινάρετε, μαρινάτα, μαρινάρισμα, να μαριναριστεί, μαριναριστεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- awanturnictwo στα ελληνικά - adventurousness, περιπετειώδη, περιπετειώδη αναζήτηση
- bałwochwalczy στα ελληνικά - ειδολολατρικός, ειδωλολατρίαν, ειδωλολατρική, ειδωλολατρικές, ειδωλολατρικών
- cesja στα ελληνικά - μεταγράφω, δουλειά, μετάθεση, μεταβίβαση, μετατάσσω, αποστολή, ανάθεση, ...
- chochlik στα ελληνικά - διαβολάκι, δαιμόνιο, imp, ΟΘΠ, ΟΜΠ
Τυχαίες λέξεις
Zamarynować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαρινάρω, Μαρινάρετε, μαρινάτα, μαρινάρισμα, να μαριναριστεί, μαριναριστεί
Μεταφράσεις: μαρινάρω, Μαρινάρετε, μαρινάτα, μαρινάρισμα, να μαριναριστεί, μαριναριστεί