Λέξη: κολακευτικός

Συνώνυμα: κολακευτικός

ομιλητικός, βουτηρώδης, φιλοφρονητικός, εγκωμιαστικός

Μεταφράσεις: κολακευτικός

κολακευτικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
flattering, adulatory, buttery, sleeky

κολακευτικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
zalamero, halagüeño, adulador, aduladora, adulatory, adulatoria, adulación

κολακευτικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schmeichelhaft, adulatory, schmeichlerisch, schmeichlerischen, schmeichlerischer, schmeichel

κολακευτικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
avantageux, flatteur, adulant, adulateur, adulatory, adulatrice, adulation

κολακευτικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
adulatory, adulatorio, adulatore, adulatrice, adulatoria

κολακευτικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
adulador, adulatory, adulatório, adulatórios

κολακευτικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kruiperig, poesvriendelijk, vleiend

κολακευτικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лестный, льстивый, угодливый

κολακευτικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
adulatory

κολακευτικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
smickrande

κολακευτικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
imelä, liehakoivalla, adulatory, liehakoivalla tavallaan

κολακευτικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
adulatory

κολακευτικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lichotný, lichotivý, lichotnický

κολακευτικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pochlebczy, pochlebny

κολακευτικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hízelgő

κολακευτικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yaranmaya çalışan, yalaka, dalkavuk, yaltakçı, yaranmaya

κολακευτικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
облесний, утішний, улесливий, облесливий, влесливий

κολακευτικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lajkatar

κολακευτικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
низкопоклоннически, хвалебствен, ласкателен

κολακευτικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лісьлівы, вінаваты

κολακευτικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
meelitav, ülistav

κολακευτικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ulizički, ulagivački

κολακευτικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
adulatory

κολακευτικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pataikaujantis, Glaimojošs, Lišķīgs, Pochlebczy

κολακευτικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
glaimojošs, lišķīgs

κολακευτικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
adulatory

κολακευτικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
adulator, lingușitor

κολακευτικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
adulatory

κολακευτικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lichotivý, lichotný, lichotnický
Τυχαίες λέξεις