Λέξη: αποκόλληση

Σχετικές λέξεις: αποκόλληση

αποκόλληση υαλοειδούς θεραπεια, αποκόλληση νυχιου, αποκόλληση υμένα, αποκόλληση αμφιβληστροειδούς αιτια, αποκόλληση πλακούντα αιτίες, αποκόλληση υαλοειδούς, αποκόλληση πλακουντα, αποκόλληση υαλώδους θεραπεία, αποκόλληση υαλοειδούς αιτια, αποκόλληση αμφιβληστροειδούς

Συνώνυμα: αποκόλληση

εκτομή, αφαίρεση, αποκόμιση πετρωμάτων, αποκόμιση, απομάκρυνση πετρωμάτων, απόσπαση τμήματος μάζας, αποκοπή, ρήξη

Μεταφράσεις: αποκόλληση

αποκόλληση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
detachment, abruption, ablation, detachment of, detached

αποκόλληση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aislamiento, destacamento, desprendimiento, El desprendimiento, El desprendimiento de, desprendimiento de, desprendimiento de la

αποκόλληση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
isolierung, ablösung, militäreinheit, abteilung, trennung, abruption, Abruptio, Abbrechung, Plazenta

αποκόλληση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
impassibilité, département, division, débranchement, indifférence, indolence, détachement, isolation, service, séparation, rupture, décollement, le décollement, un décollement, décollement placentaire

αποκόλληση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
isolamento, abruption, distacco, distacco di, distacco della, il distacco

αποκόλληση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
destacamento, destacável, ruptura, descolamento, abruption, descolamento prematuro, descolamento da

αποκόλληση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
team, isolering, afdeling, isolatie, detachement, afzondering, abruptio, abruption, abruptie

αποκόλληση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
изолированность, отряд, оторванность, независимость, обособленность, загон, откомандирование, выделение, отделение, отчужденность, отрешённость, беспристрастность, отрешенность, разъединение, разрыв, отслойка, отрыв, отторжение, отслойке

αποκόλληση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
atskillelse, løsning, abruption

αποκόλληση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
abruption, moderkaksavlossning

αποκόλληση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
osasto, irrotus, abruption, irtoaminen

αποκόλληση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
abruption

αποκόλληση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
netečnost, odtržení, lhostejnost, odloučení, izolace, oddíl, odpojení, vyčlenění, oddělení, abrupce

αποκόλληση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
hufiec, izolacja, oderwanie, obcość, oddział, odłączenie, oddzielenie, odosobnienie, dystans, obojętność, rozdzielenie, wyrywanie, oderwanie się, abruption, usadowionego, prawidłowo usadowionego

αποκόλληση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
objektivitás, szétkapcsolás, lekapcsolás, leszerelés, osztag, leválasztás, tárgyilagosság, szenvtelenség, leválás, abruption

αποκόλληση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dekolman, dekolmanı, plasenta, Ablasyo, abruption

αποκόλληση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виділення, загін, неупередженість, виокремлення, розрив, розривши

αποκόλληση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shkëputje

αποκόλληση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разкъсване

αποκόλληση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
разрыў, парыў

αποκόλληση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eriväeosa, eraldumine, lahtimurdumine, irdumise

αποκόλληση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
otuđenost, izdvojenost, odjeljenje, odred, prekid, otkidanje, kvar

αποκόλληση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
abruption

αποκόλληση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
komanda, atplėšimas, atitrūkimas, Išėjimas į paviršių, Oderwanie, Atsiskyrimo

αποκόλληση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atdalīšanās, atraušanās, atdalīšana, atraušana

αποκόλληση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
абрупција

αποκόλληση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
despărţire, întrerupere, abruption, desprinderea, desprinderii, abruptio

αποκόλληση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Otkidanje, abrupcija

αποκόλληση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
objektivita, odtrhnutie, odtrhnutia, odtrhnutiu, odtrhnutí, oddeleniu

Στατιστικά δημοτικότητας: αποκόλληση

Τυχαίες λέξεις