Zaopatrywanie στα ελληνικά

Μετάφραση: zaopatrywanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρέχω, παροχή, χορήγηση, προμήθεια, μέριμνα, εφοδιασμού, προσφοράς, προμήθειας
Zaopatrywanie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • czeladź στα ελληνικά - υπηρέτρια, υπηρέτης, ακολουθία, την ακολουθία, της συνοδείας, μακρά ακολουθία, ακολουθία που όμοιά
  • egzystencjalista στα ελληνικά - υπαρξιστής, υπαρξιακό, υπαρξιακές, υπαρξιστές, υπαρξιστική
  • elekt στα ελληνικά - εκλέγω, εκλεκτός, εκλεγέντα, εκλεγείς, εκλεγέντος, εκλεκτούς
  • foryś στα ελληνικά - έφιππος ακόλουθος, OUTRIDER
Τυχαίες λέξεις
Zaopatrywanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρέχω, παροχή, χορήγηση, προμήθεια, μέριμνα, εφοδιασμού, προσφοράς, προμήθειας