Zasługiwać στα ελληνικά

Μετάφραση: zasługiwać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αξίζω, αξία, κερδίζω, αξίας, προσόντα, πλεονέκτημα, προσόντων
Zasługiwać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • archaizować στα ελληνικά - archaize
  • chabeta στα ελληνικά - νεφρίτης, νεφρίτη, jade, από νεφρίτη
  • emirat στα ελληνικά - εμιράτο, εμιράτου, εμιράτο του, το εμιράτο, εμιρατο
  • gratka στα ελληνικά - αναπάντεχη τύχη, απροσδόκητο καλό, απροσδόκητα, καταιγίδες, απροσμενα δωρα
Τυχαίες λέξεις
Zasługiwać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αξίζω, αξία, κερδίζω, αξίας, προσόντα, πλεονέκτημα, προσόντων