Λέξη: υπόνοια

Σχετικές λέξεις: υπόνοια

υπόνοια-υπακοή καμία lyrics, υπόνοια hpv, υπόνοια συνώνυμα, υπόνοια-με την ζωή μας αντάλλαγμα lyrics, υπόνοια ετυμολογία, υπόνοια για κονδυλώματα, υπόνοια - τον κόσμο σας γκρεμίζω, υπόνοια hpv λοίμωξης, υπόνοια αγγλικα, υπόνοια πολυτεχνείο

Συνώνυμα: υπόνοια

υποψία

Μεταφράσεις: υπόνοια

υπόνοια στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
implication, suspicion, suspected, suspicion of, a suspicion, suspected of

υπόνοια στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sospecha, recelo, espina, sospechas, la sospecha, sospecha de, suspicacia

υπόνοια στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vermutung, ahnung, verwicklung, implikation, verdacht, auswirkung, argwohn, folgerung, Verdacht, Argwohn, Misstrauen, Verdachts

υπόνοια στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
suspicion, soupçon, implication, ombrage, conséquence, soupçons, la suspicion, soupçonner

υπόνοια στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
coinvolgimento, sospetto, implicazione, risvolto, sospetti, il sospetto, diffidenza, sospetta

υπόνοια στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
suspeita, suspensórios, suspeição, suspeitas, desconfiança, suspeita de

υπόνοια στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
argwaan, wantrouwen, achterdocht, verdenking, vermoeden

υπόνοια στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
втягивание, замешанность, подозрение, соучастие, сопричастность, подтекст, оттенок, прикосновенность, смысл, включение, причастность, привкус, вовлечение, подозрения, подозрительность, подозрений

υπόνοια στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mistanke, mistenksomhet, mistanken, mistanke om, mistenkt

υπόνοια στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
misstanke, misstankar, misstänksamhet, misstanken, misstanke om

υπόνοια στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
haara, epäluulo, vaikutus, aavistus, implikaatio, seuraus, epäily, epäilys, epäillä, epäilyn, epäilystä

υπόνοια στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mistanke, mistanke om, mistanken, mistænksomhed

υπόνοια στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
implikace, podezření, tušení, nedůvěra, důsledek, podezření na

υπόνοια στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wplątanie, podejrzenie, posądzenie, domyślnik, konsekwencja, uwikłanie, wplatanie, implikacja, sugestia, posądzanie, podejrzliwość, wmieszanie, podejrzenia, podejrzeń

υπόνοια στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyanítás, belekeveredés, gyanú, belevonás, gyanúja, gyanúját, gyanút, gyanakvás

υπόνοια στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kuşku, şüphe, şüphesi, bir şüphe, şüpheler

υπόνοια στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вплутувати, утягувати, підозру, уплутувати, заплутаний, присмак, відтінок, підозріння, підозра, підозри

υπόνοια στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dyshim, dyshimi, dyshim i, dyshime, dyshimi i

υπόνοια στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
довлечения, подозрение, съмнение, подозрения

υπόνοια στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
падазрэнне, падазрон, падазрэньне, падазрэнні, падазронасць

υπόνοια στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mõistaandmine, implikatsioon, kahtlus, kahtluse, kahtlusest, kahtlusega

υπόνοια στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sumnja, implikacija, zaplet, sumnje, sumnju, sumnja da, sumnji

υπόνοια στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
grunsemd, grunur, grunur leikur, grunur um, tortryggni, grun

υπόνοια στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įtarimas, įtarimų, įtariama

υπόνοια στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aizdomas, aizdomām, aizdomas par, aizdomu

υπόνοια στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сомневање, сомневањето, сомнение, под сомнение, сомнеж

υπόνοια στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bănuială, suspiciune, suspiciunea, suspiciuni, suspiciunii

υπόνοια στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sum, suma, sumu, za sum

υπόνοια στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
podozrenie, podozrenia, podozrení, podozreniu, podozrivé
Τυχαίες λέξεις