Zasadniczo στα ελληνικά

Μετάφραση: zasadniczo, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ουσιαστικά, βαριά, σοβαρά, ριζικά, θεμελιωδώς, βασικά, κατά βάση
Zasadniczo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • amfibrach στα ελληνικά - amphibrach
  • anatomicznie στα ελληνικά - ανατομικά, ανατομικώς, ανατομικό, ανατομική, ανατομικών
  • balans στα ελληνικά - πλάστιγγα, ισορροπία, ζυγαριά, ισοζύγιο, υπόλοιπο, ισορροπίας, ισοζυγίου
  • eskalować στα ελληνικά - κλιμακώνομαι, κλιμακωθεί, κλιμακωθούν, κλιμακώνουν, κλιμακώνονται, κλιμακώνεται
Τυχαίες λέξεις
Zasadniczo στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ουσιαστικά, βαριά, σοβαρά, ριζικά, θεμελιωδώς, βασικά, κατά βάση