Ουσιαστικά στα πολωνικά
Μετάφραση: ουσιαστικά, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
istotnie, właściwie, faktycznie, wirtualnie, praktycznie, zasadniczo, esencjonalnie, istocie, zasadzie
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ουσιαστικά
ουσιαστικά α κλίσης, ουσιαστικά ασκήσεις γ δημοτικού, ουσιαστικά β κλίσης, ουσιαστικά γ κλίσης, ουσιαστικά σε ειο, ουσιαστικά λεξικό γλώσσας πολωνικά, ουσιαστικά στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- ουρλιάζω στα πολωνικά - wyć, płacz, ryczeć, zawyć, jęk, ryk, buczek, ...
- ουσία στα πολωνικά - istota, wyciąg, treść, sedno, sens, majątek, esencja, ...
- ουσιαστικό στα πολωνικά - faktycznie, merytoryczny, rzeczowy, rzeczownik, rzecz, noun, własna
- ουσιαστικός στα πολωνικά - zasadniczy, pokaźny, solidny, merytoryczny, poważny, konkretny, pożywny, ...
Τυχαίες λέξεις
Ουσιαστικά στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: istotnie, właściwie, faktycznie, wirtualnie, praktycznie, zasadniczo, esencjonalnie, istocie, zasadzie
Μεταφράσεις: istotnie, właściwie, faktycznie, wirtualnie, praktycznie, zasadniczo, esencjonalnie, istocie, zasadzie