Λέξη: πατρίδα

Σχετικές λέξεις: πατρίδα

πατρίδα του εθνικού μας ποιητή διονυσίου σολωμού, πατρίδα μ αραεύω σε, πατρίδα μου σφακιανάκης, πατρίδα του τσέχωφ του τολστόι του ντοστογιέφσκι, πατρίδα μου είναι εκεί που μίσησα, πατρίδα από βαμβάκι, πατρίδα ψωμιάδης, πατρίδα μου, πατρίδα χίος, πατρίδα ημαθίας

Συνώνυμα: πατρίδα

χώρα, πατρίς, ύπαιθρος, εξοχή

Μεταφράσεις: πατρίδα

πατρίδα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
country, fatherland, motherland, home, homeland

πατρίδα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
país, pueblo, nación, campo, países, país de

πατρίδα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
land, gegend, gebiet, bereich, staat, fläche, rustikal, areal, zone, nation, Land, Landes, Länder

πατρίδα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
superficie, campagnard, contrée, pays, champêtre, rustique, aire, peuple, terre, territoire, bord, campagne, région, zone, domaine, village, le pays, patrie

πατρίδα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
campo, campagna, area, paese, paesi, nazione, di campagna

πατρίδα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
campo, terra, área, país, gente, povo, nação, países, país de, do país

πατρίδα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
land, platteland, oppervlakte, verspreidingsgebied, gebied, areaal, natie, volk, landen, land van, het land, landelijke

πατρίδα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
страна, государство, периферия, сельский, население, местность, провинция, ландшафт, зона, область, деревенский, площадь, сфера, пляска, усадьба, родина, страны, стране, страной, страну

πατρίδα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
land, landet, landets, country

πατρίδα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
land, landet, landets

πατρίδα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kansakunta, ala, seutu, alue, valtio, maa, maaseutu, tienoo, maan, maassa, maiden, maata

πατρίδα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
land, landet, lande, landets

πατρίδα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
země, půda, kraj, vlast, venkov, zemi, zemí, stát

πατρίδα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zamiejski, ojczyzna, prowincja, kraj, państwo, wieś, wiejski, kraju, krajem, państwa

πατρίδα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ország, országban, országok, országot, országbeli

πατρίδα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ulus, millet, alan, kır, ülke, ülkenin, bir ülke, ülkesi, ülkeye

πατρίδα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
область, батьківщина, караван-сарай, периферія, провінція, країна, Сторони, кампусі Країна, на кампусі Країна

πατρίδα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vend, vendi, vendi i, vendit, vend i

πατρίδα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
страна, нация, родина, държава, страната, държавата, държави

πατρίδα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вёска, край, краіна, страна

πατρίδα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
maa, kantri, riik, riigi, riigis, riikide, riiki

πατρίδα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
okolina, zemlje, domovina, zemlja, zemlju, država, zemlji

πατρίδα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
land, hérað, sveit, landið, landi, landinu, Country

πατρίδα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
humus, tellus, ora, solum, terra

πατρίδα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šalis, valstybė, kraštas, šalies, Country, šalį, šalyje

πατρίδα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
zeme, valsts, valsti, valstī, valstij

πατρίδα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
земјата, земја, државата, држава, земјава

πατρίδα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ar, domeniu, naţiune, ţară, țară, tara, țara, țări, țării

πατρίδα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kraj, dežela, stát, država, državo, države

πατρίδα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kraj, krajina, krajiny, zeme, krajín, krajine

Στατιστικά δημοτικότητας: πατρίδα

Τυχαίες λέξεις