Zasilać στα ελληνικά

Μετάφραση: zasilać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χορήγηση, παροχή, ταΐζω, τροφοδοτώ, παρέχω, σιτίζω, προμήθεια, τροφή, ζωοτροφών, ζωοτροφές, τροφοδοσίας, των ζωοτροφών
Zasilać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezwstydnie στα ελληνικά - ασύστολα, αναίσχυντα, αναισχύντως, ξεδιάντροπα, αδιάντροπα, χωρίς αιδώ
  • dziadziuś στα ελληνικά - παππούς, Παππού, ο παππούς, grandpa, τον παππού
  • haft στα ελληνικά - κέντημα, κεντήματα, κεντήματος, κεντημάτων, κεντητική
  • hetman στα ελληνικά - Hetman
Τυχαίες λέξεις
Zasilać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χορήγηση, παροχή, ταΐζω, τροφοδοτώ, παρέχω, σιτίζω, προμήθεια, τροφή, ζωοτροφών, ζωοτροφές, τροφοδοσίας, των ζωοτροφών