Zatwierdzać στα ελληνικά
Μετάφραση: zatwierdzać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βεβαιώνω, διεκδικώ, κατηγορώ, διαβεβαιώνω, επιδοκιμάζω, επικυρώνω, επιβεβαιώνω, ισχυρίζομαι, υποστηρίζω, εγκρίνω, κυρώνω, εγκρίνει, εγκρίνουν, έγκριση, να εγκρίνει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- awansować στα ελληνικά - προωθώ, πρόοδος, προάγω, προβαίνω, προκαταβάλλω, προχωρώ, προκαταβολή, ...
- barograf στα ελληνικά - βαρογράφος, βαρογράφοι, βαρογράφου
- głowiasty στα ελληνικά - headed, επικεφαλής, με επικεφαλής, φέρει τον τίτλο, επιγράφεται
- hamowanie στα ελληνικά - φρενάρισμα, πέδησης, πέδηση, φρεναρίσματος, πεδήσεως
Τυχαίες λέξεις
Zatwierdzać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βεβαιώνω, διεκδικώ, κατηγορώ, διαβεβαιώνω, επιδοκιμάζω, επικυρώνω, επιβεβαιώνω, ισχυρίζομαι, υποστηρίζω, εγκρίνω, κυρώνω, εγκρίνει, εγκρίνουν, έγκριση, να εγκρίνει
Μεταφράσεις: βεβαιώνω, διεκδικώ, κατηγορώ, διαβεβαιώνω, επιδοκιμάζω, επικυρώνω, επιβεβαιώνω, ισχυρίζομαι, υποστηρίζω, εγκρίνω, κυρώνω, εγκρίνει, εγκρίνουν, έγκριση, να εγκρίνει