Λέξη: επιμέλεια

Σχετικές λέξεις: επιμέλεια

επιμέλεια διόρθωση κειμένων, επιμέλεια ή γονική μέριμνα, επιμέλεια κειμένου τιμές, επιμέλεια κειμένων τιμές, επιμέλεια τέκνων, επιμέλεια κειμένου, επιμέλεια τέκνου, επιμέλεια συνώνυμα, επιμέλεια στα αγγλικά, επιμέλεια ανηλίκου

Συνώνυμα: επιμέλεια

φύλαξη, επιτήρηση, κηδεμονία, φυλάκιση, φρούρηση, ενδελέχεια, ταχυδρομική άμαξα, προκοπή, μελετηρότητα, μελετηρότης, φιλομάθεια, εντέλεια, ακρίβεια

Μεταφράσεις: επιμέλεια

επιμέλεια στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
diligence, assiduity, custody, editing, edited

επιμέλεια στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acucia, diligencia, custodia, la custodia, bajo custodia, de custodia, custodia de

επιμέλεια στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
eifer, fleiß, postkutsche, Sorgerecht, Haft, Verwahrung, Gewahrsam, Aufbewahrung

επιμέλεια στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
persévérance, zèle, diligence, assiduité, application, soin, sollicitude, constance, garde, la garde, détention, garde à vue, de garde

επιμέλεια στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
diligenza, custodia, affidamento, la custodia, detenzione, di custodia

επιμέλεια στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
custódia, guarda, a custódia, a guarda, de custódia

επιμέλεια στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vlijt, hechtenis, bewaring, voogdij, custody, het gezag

επιμέλεια στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
трудолюбие, тщание, старание, дилижанс, рачительность, усердие, прилежание, тщательность, старательность, усидчивость, усердность, хранение, под стражей, опека, содержание под стражей, содержания под стражей

επιμέλεια στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
flid, varetekt, forvaring, foreldreretten, foreldre, omsorgen

επιμέλεια στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
arbetsamhet, flit, förvar, vårdnad, vårdnaden, häkte, förvaring

επιμέλεια στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
touhu, ahertaminen, toiminta, ahkeruus, aherrus, huolto, huoltoa, huoltajuus, lapsen huoltoon, huoltajuutta

επιμέλεια στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
varetægt, forældremyndighed, forvaring, forældremyndigheden, varetægtsfængslet

επιμέλεια στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
snaživost, přičinlivost, péče, vytrvalost, horlivost, píle, vazba, úschova, úschovy, vazbě

επιμέλεια στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wytrwałość, pilność, skrzętność, pracowitość, staranność, areszt, opieka, nadzór, rozliczeniowych, opiekę

επιμέλεια στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gondosság, tanúidézés, delizsánsz, iparkodás, gyorskocsi, serénység, őrizet, felügyelet, felügyeleti, őrizetbe, őrizetben

επιμέλεια στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gayret, çalışkanlık, gözaltı, saklama, velayet, velayeti, gözaltında

επιμέλεια στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
старання, ретельність, диліжанс, намагання, старанність, зберігання, збереження

επιμέλεια στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kujdestari, kujdestarinë, kujdestarisë, kujdestaria, kujdestarinë e

επιμέλεια στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дилижанс, попечителство, стража, ареста, задържан, арест

επιμέλεια στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
захоўванне, захаванне, захоўваньне

επιμέλεια στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
usinus, hoolikus, püüdlikkus, eestkoste, vahi, vahi all, hooldusõiguse, vahi alla

επιμέλεια στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ustrajnost, marljivost, vrednoća, priležnost, udvaranje, pozornost, vrijednost, starateljstvo, pritvor, pritvora, skrbništvo, depozitnoj

επιμέλεια στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
iðni, forsjá, vörslu, varðhaldi, forsjá barns, varsla

επιμέλεια στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
diligentia

επιμέλεια στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
darbštumas, globa, globos, saugojimo, globą, saugojimas

επιμέλεια στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ieslodzījums, uzraudzība, aizbildnība, aizbildnības, aizbildnību

επιμέλεια στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
притвор, старателство, надзор, притворот, чување

επιμέλεια στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
custodie, custodia, arest, încredințarea, detenție

επιμέλεια στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
péče, píle, skrbništvo, skrbništva, vzgoje, omejitev prostosti, skrbniški

επιμέλεια στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
píle, starostlivosť, starostlivosti, Vaše

Στατιστικά δημοτικότητας: επιμέλεια

Τυχαίες λέξεις