Zniżyć στα ελληνικά

Μετάφραση: zniżyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χαμηλώνω, ταπεινώνω, να μειώσει, να μειώσουν, για τη μείωση, τη μείωση, να μειωθεί
Zniżyć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • arkan στα ελληνικά - λάσο, Lasso, λάσου, το λάσο, λάσων
  • bombastyczny στα ελληνικά - πομπώδης, στομφώδης, στομφώδεις, πομπώδη, στομφώδη
  • dopasowany στα ελληνικά - συμφωνημένα, ταιριάζουν, ταιριάζει, συνδυάζεται, συνοδεύεται
Τυχαίες λέξεις
Zniżyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χαμηλώνω, ταπεινώνω, να μειώσει, να μειώσουν, για τη μείωση, τη μείωση, να μειωθεί