Λέξη: ανιδιοτελής

Σχετικές λέξεις: ανιδιοτελής

ανιδιοτελής ορισμός, ανιδιοτελής αγάπη, ανιδιοτελής προσφορά, ανιδιοτελής αγγλικά, ανιδιοτελής φιλία, ανιδιοτελής ετυμολογία, ανιδιοτελής συνώνυμο, ανιδιοτελής λεξικο, ανιδιοτελής σημασία, ανιδιοτελής μετάφραση

Συνώνυμα: ανιδιοτελής

αφιλοκερδής, αφίλαυτος

Μεταφράσεις: ανιδιοτελής

ανιδιοτελής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
unselfish, selfless, disinterested, unconditional, altruistic

ανιδιοτελής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
altruista, desinteresado, desinteresada, abnegado, abnegada

ανιδιοτελής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
selbstlos, selbstlose, selbstlosen, selbstloser, selbstloses

ανιδιοτελής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
désintéressé, généreux, altruiste, désintéressée, désintéressés, altruisme

ανιδιοτελής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
altruista, disinteressato, altruistico, disinteressata, altruistica

ανιδιοτελής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
altruísta, abnegado, desinteressado, abnegada, desinteressada

ανιδιοτελής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onbaatzuchtig, onbaatzuchtige, onzelfzuchtige, onzelfzuchtig, belangeloze

ανιδιοτελής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бескорыстный, беззаветный, неэгоистичный, самоотверженный, бескорыстное, самоотверженная, бескорыстная

ανιδιοτελής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
uselvisk, uselviske

ανιδιοτελής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
osjälviska, osjälvisk, osjälviskt, selfless

ανιδιοτελής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
epäitsekäs, jalo, epäitsekästä, epäitsekkään, epäitsekkäitä, epäitsekkäästä

ανιδιοτελής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
uselvisk, uselviske, uegennyttig

ανιδιοτελής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nezištný, nesobecký, nesobecká, nezištná, nesobecké, nezištnou

ανιδιοτελής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niesamolubny, bezinteresowny, altruistyczny, bezinteresowna, bezinteresowne, bezinteresowną

ανιδιοτελής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
önzetlen, az önzetlen, önzetlenül, önfeláldozó

ανιδιοτελής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
özverili, özverili bir, bencilsiz, bencil olmayan, özgecil

ανιδιοτελής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
безкорисливий, самовіддану, самовіддана, самовідданий

ανιδιοτελής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vetëmohues, altruist, vetëmohuese, vetmohuese, egoist

ανιδιοτελής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
безкористен, самоотвержен, безкористна, безкористно, безкористната

ανιδιοτελής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
самаадданую, самаадданая, самаахвярны, самаадданы, самаахвярную

ανιδιοτελής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ennastsalgav, isetu, omakasupüüdmatu, isetud, omakasupüüdmatud

ανιδιοτελής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nesebičan, nesebično, nesebični, nesebična, nesebične

ανιδιοτελής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
selfless, óeigingjörn, óeigingjarna, óeigingjarn

ανιδιοτελής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pasiaukojęs, nesavanaudiška, nesavanaudiškomis, nesavanaudiškas, pasiaukojantis

ανιδιοτελής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pašaizliedzīgs, nesavtīga, nesavtīgi, nesavtīgo, nesavtīgs

ανιδιοτελής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
несебични, несебична, несебичен, несебичната, несебичното

ανιδιοτελής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
altruistă, altruist, dezinteresat, dezinteresată, altruiste

ανιδιοτελής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nesebično, nesebična, nesebični, nesebičen, nesebične

ανιδιοτελής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nesebecký, nesobecký, obetavá
Τυχαίες λέξεις