Zniewalać στα ελληνικά
Μετάφραση: zniewalać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποδουλώνω, πειθαναγκάζω, αιχμαλωσία, σκλαβώνω, αιχμαλωτίζω, εξαναγκάσει, εξαναγκάζουν, εξαναγκάσουν, αναγκάζουν, εξαναγκασμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- batymetria στα ελληνικά - βυθομετρίας, βαθυμετρίας, βαθυμετρία, τη βαθυμετρία, η βαθυμετρία
- darczyńca στα ελληνικά - δότης, δωρητής, δότη, του δότη, δωρητή
- eskalacja στα ελληνικά - κλιμάκωση, κλιμάκωσης, την κλιμάκωση, κλιμάκωση της, η κλιμάκωση
- hiperplazja στα ελληνικά - υπερπλασία, υπερπλασίας, υπερπλασία του, υπερπλασίας του, υπερπλασία των
Τυχαίες λέξεις
Zniewalać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποδουλώνω, πειθαναγκάζω, αιχμαλωσία, σκλαβώνω, αιχμαλωτίζω, εξαναγκάσει, εξαναγκάζουν, εξαναγκάσουν, αναγκάζουν, εξαναγκασμό
Μεταφράσεις: υποδουλώνω, πειθαναγκάζω, αιχμαλωσία, σκλαβώνω, αιχμαλωτίζω, εξαναγκάσει, εξαναγκάζουν, εξαναγκάσουν, αναγκάζουν, εξαναγκασμό