Zrzędzić στα ελληνικά
Μετάφραση: zrzędzić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποπαίρνω, γκρινιάρης, τζαναμπέτης, μεμψιμοιρώ, γκρινιάζω, δυστροπώ, γογγύζω, μνησικακούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- adhezyjność στα ελληνικά - συγκολλητικότητα, συγκολλητικότητας, προσκολλητικότητα, κολλητικότητα, ικανότητα προσκόλλησης
- deltoid στα ελληνικά - δελτοειδής, δελτοειδή, δελτοειδούς, δελτοειδούς μυός, δελτοειδή μυ
- dół στα ελληνικά - κοίλος, πόδι, ορυχείο, βαθουλωμένος, κούφιος, πούπουλο, υπόκωφος, ...
- gimnastyka στα ελληνικά - γυμναστήριο, γυμναστής, γυμναστική, Γυμναστικής, τη γυμναστική, Γυμναστικά, η γυμναστική
Τυχαίες λέξεις
Zrzędzić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποπαίρνω, γκρινιάρης, τζαναμπέτης, μεμψιμοιρώ, γκρινιάζω, δυστροπώ, γογγύζω, μνησικακούν
Μεταφράσεις: αποπαίρνω, γκρινιάρης, τζαναμπέτης, μεμψιμοιρώ, γκρινιάζω, δυστροπώ, γογγύζω, μνησικακούν