Zwodować στα ελληνικά
Μετάφραση: zwodować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξαπολύω, καθελκύω, εκτοξεύω, εκτόξευση, έναρξη, εκτόξευσης, δρομολόγηση, λανσάρισμα
Μεταφράσεις
- artykulacja στα ελληνικά - διάρθρωση, άρθρωση, άρθρωσης, αρθρώσεως, συνάρθρωση
- drzewiasty στα ελληνικά - δασώδης, ξυλώδης, ξυλώδη, ξυλωδών, ξυλώδες, ξυλώδους
- geniusz στα ελληνικά - ιδιοφυία, μεγαλοφυία, ιδιοφυΐα, μεγαλοφυΐα, genius
- instynktowny στα ελληνικά - ενστικτώδης, ενστικτώδη, ενστικτώδεις, ενστικτώδες, την ενστικτώδη
Τυχαίες λέξεις
Zwodować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξαπολύω, καθελκύω, εκτοξεύω, εκτόξευση, έναρξη, εκτόξευσης, δρομολόγηση, λανσάρισμα
Μεταφράσεις: εξαπολύω, καθελκύω, εκτοξεύω, εκτόξευση, έναρξη, εκτόξευσης, δρομολόγηση, λανσάρισμα