Λέξη: σκουντώ

Συνώνυμα: σκουντώ

αγγίζω ελαφρώς, ωθώ ελαφρώς, τινάσσω, σείω ελαφρώς, κουνώ ελαφρά, τραντάζω ελαφρά

Μεταφράσεις: σκουντώ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
jostle, nudge, joggle
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
empujar, codazo, empujón, nudge, empujoncito
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gedränge, Schubs, Stups, Stoß, Nudge, anstoßen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pousser, bousculer, bousculade, coudoyer, coup de coude, coup de pouce, nudge, poussée, coups de coude
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
gomitata, Nudge, MMS virtuale, spinta
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cutucada, cotovelada, nudge, empurrão, empurrãozinho
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
duwtje, nudge, por, duw, zetje
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
тесниться, толкать, затолкать, толкотня, толчок, соударение, столкновение, легкий толчок локтем, Nudge, подтолкнуть, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nudge, dytt, liten dytt, dytte, lite dytt
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
knuff, vibb, nudge, puff, knuff för
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sysätä, tönäisy, tökätä, nudge, tönäisyn
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
nudge, puf, skub, vink, lille puf
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vystrčit, strkat, šťouchnutí, Nudge, Posunout, Posunutí, pošťouchnutí
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
popychać, popychanie, trącać, przepychać, rozpychać, popchnięcie, poszturchać, potrącanie, roztrącać, potarmosić, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
meglökés, gallytörő, lökéssel, gallytörő rács, lökést
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dürtmek, nudge, dürtme, iteleme, bir dürtme
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тупиця, легкий поштовх
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shtytje e lehtë, shtytje, shtytje e
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бутане, Nudge, побутване, сбутвам, смушкване
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лёгкі штуршок
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
müks, Veenda, nudge, Pukata kergelt
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
gurati, gurkati, gurkanje
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
olnbogaskot
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
stumtelėti, Kuksać, Piegrūst, stuktelėjimas alkūne, Iedunkāt
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iedunkāt, pieskāriens, dunka, piegrūst
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
подбуцнеше, поттурнување
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ghiont, impuls, nudge, mic impuls, imbold
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nudge, Dreglaj, Krcni
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
štuchanec, Klikni, šťuchanec, štuchancov, Štuchnutie
Τυχαίες λέξεις